- ξινά
- τα любовные похождения, наслаждения;
του αρέσουν τα ξινά — он большой ловелас, большой охотник до клубнички
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
του αρέσουν τα ξινά — он большой ловелас, большой охотник до клубнички
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξινός — Οικισμός (6 κάτ., υψόμ. 10), στην επαρχία Μεσσήνης του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Μεσσήνης. * * * ή, ό 1. αυτός που έχει όξινη γεύση, τη γεύση υγρών που περιέχουν οξικό οξύ 2. (για εδώδιμα και ποτά) αυτός που έχει υποστεί… … Dictionary of Greek
αγούρι — το συνήθως στον πληθ. τα αγούρια [άγουρος] τα σταφύλια τού αγριαμπελιού που, και ώριμα, εξακολουθούν να είναι ξινά … Dictionary of Greek
γέλιο — το (Μ γέλιον, το) 1. η έκφραση χαράς ή ειρωνείας με συσπάσεις τών χειλιών, τού στόματος, τού προσώπου και με ηχηρές εκπνοές 2. φρ. α) «έσκασα στα γέλια» ή «πέθανε στα γέλια» γέλασα τόσο που δυσκολευόμουν ν ανασάνω β) τα γέλια θα σού βγουν ξινά»… … Dictionary of Greek
γαστρονομία — Η τέχνη της παρασκευής των φαγητών έτσι που να γίνονται νόστιμα και ορεκτικά. Ο άνθρωπος της παλαιολιθικής εποχής, επειδή δεν είχε ανακαλύψει ακόμα τη φωτιά, ήταν υποχρεωμένος να τρέφεται με ωμά κρέατα και καρπούς· επομένως η πρώτη στοιχειώδης… … Dictionary of Greek
οξυρεγμιώ — ὀξυρεγμιῶ, ιάω (Α) [οξυρεγμία] υποφέρω από οξυρεγμία, ρεύομαι ξινά … Dictionary of Greek
παρορεξία — η διαταραχή τής όρεξης, κατά την οποία το άτομο επιζητεί φαγητά ερεθιστικά, ξινά ή και ουσίες μη βρώσιμες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. parorexia < παρ(α) * + όρεξη] … Dictionary of Greek
περυσινός — και περσυνός, ή, ό / περυσινός και περσυνός, ή, όν, ΝΜΑ, και περσινός, ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο προηγούμενο έτος, στη χρονιά που πέρασε νεοελλ. φρ. «περσινά ξινά σταφύλια» ασήμαντο, ξεχασμένο θέμα που επανέρχεται στη συζήτηση.… … Dictionary of Greek
ξινομηλιά — η μηλιά που κάνει ξινά μήλα: Δένει τη μούλα στην ξινομηλιά που ισκιώνει μπρος στο σπήλαιο (Γρυπάρης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)